- δωροδόκημα
- τοό,τι δίνει κανείς για να δωροδοκήσει ή παίρνει για να δωροδοκηθεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δωροδόκημα — acceptance of a bribe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωροδόκημα — το (AM δωροδόκημα) 1. το αποτέλεσμα τής δωροδοκίας, η διαφθορά 2. το δώρο που δίνεται για δωροδοκία νεοελλ. το να δωροδοκείται ή να έχει δωροδοκηθεί κάποιος … Dictionary of Greek
δωροδοκημάτων — δωροδόκημα acceptance of a bribe neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωροδοκήματα — δωροδόκημα acceptance of a bribe neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωροδοκήματι — δωροδόκημα acceptance of a bribe neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωροδοκήματος — δωροδόκημα acceptance of a bribe neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωροδοκήματ' — δωροδοκήματα , δωροδόκημα acceptance of a bribe neut nom/voc/acc pl δωροδοκήματι , δωροδόκημα acceptance of a bribe neut dat sg δωροδοκήματε , δωροδόκημα acceptance of a bribe neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολόκουρο — το 1. το κοντό μαλλί από το κούρεμα της κοιλιάς και των ποδιών των αιγοπροβάτων. 2. δωροδόκημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)